Φυτρώνει μέσα μας ξανά.
Δεν είναι κάποια σκέψη μοναχική, αλλά η θαλπωρή της νιότης μας.
Μόνη και όμορφη στην έρημο της ανυπακοής ψάχνει λίγες
σταγόνες βροχής.
Ιμπεριαλιστικές σκέψεις και σύντομες ηδονές κρύβουν τη
μελαγχολία.
Ο Σίγκμουντ και η Παναγιά σαν βάλσαμο μας αποτελειώνουν.
Όταν ξεκινήσει το ταξίδι δεν θα έχει επιστροφή.
Βίαιες σκέψεις και οράματα στριμώχνονται στα όμορφα πόδια της.
Εμείς σαν αλαφιασμένοι ελπίζουμε σε ανάσταση νεκρών.
Οι νεκροί θριαμβολογούν
και τα παιδιά παίζουν αμέριμνα στην αυλή.
Μια κερασιά ανάσα και δύο λεμόνια κοίταγμα.
Σιωπή και αμφιβολία έγιναν ζευγάρι και ορίζουν τη σκέψη μας.
Πήραμε τα ποδήλατά μας , φύγαμε από τη γειτονιά και τις κερασιές.
Λησμονήσαμε τα λεμόνια και τα ναρκισσισμό τους.
Μέσα στις μεγάλες πόλεις φύτρωσε ξανά η αμφιβολία και η
σιωπή.
Αυτό που ονειρευτήκαμε μας έδωσε τη γνώση.
Τίποτα άλλο δεν κερδίσαμε.
Μόνοι ορίσαμε τις τύχες μας.
Στο θαύμα πιστέψαμε από ιδιοτέλεια και εκείνο μας εκδικήθηκε
με την απουσία του.
Τίποτα δεν φύτρωσε
ξανά εδώ.
Μόνη η έρημος να ελπίζει πως κάποιος ταξιδιώτης θα φέρει μια
στάλα βροχής.